- γλίσχραι
- γλίσχροςstickyfem nom/voc plγλίσχρᾱͅ , γλίσχροςstickyfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλίσχρᾳ — γλίσχραι , γλίσχρος sticky fem nom/voc pl γλίσχρᾱͅ , γλίσχρος sticky fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλίσχρος — α, ο (AM γλίσχρος, α, ον) ανεπαρκής, λιγοστός («γλίσχρος μισθός») αρχ. Ι. 1. κολλώδης, γλοιώδης 2. σκληρός (για ξύλο) 3. αυτός που κολλάει επίμονα σε κάποιον, φορτικός 4. φιλάργυρος 5. πενιχρός, φτωχικός 6. (για πράγματα) μηδαμινός, ανάξιος λόγου … Dictionary of Greek
χήμαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «γλίσχραι» … Dictionary of Greek
γλίσχρ' — γλίσχρα , γλίσχρος sticky neut nom/voc/acc pl γλίσχρε , γλίσχρος sticky masc voc sg γλίσχραι , γλίσχρος sticky fem nom/voc pl γλίσχρᾱͅ , γλίσχρος sticky fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)